-
1 βοσκοτόπι
το, βοσκότοπος ο пастбище, выгон -
2 βοσκοτόπι
çayır, otlak -
3 βοσκοτόπι
pâturage -
4 pâturage
βοσκοτόπι -
5 луг
-
6 пастбище
-
7 выгон
(пастбище) η βοσκήτο βοσκοτόπιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгон
-
8 выгон
выгонм (пастбище) ἡ βοσκή, τό βοσκοτόπι. -
9 pasture
(a field or area of ground cove-red with grass for cattle etc to eat: The horses were out in the pasture.) λειβάδι,βοσκοτόπι -
10 range
[rein‹] 1. noun1) (a selection or variety: a wide range of books for sale; He has a very wide range of interests.) φάσμα, πεδίο, έκταση, ποικιλία2) (the distance over which an object can be sent or thrown, sound can be heard etc: What is the range of this missile?; We are within range of / beyond the range of / out of range of their guns.) βεληνεκές, ακτίνα, εμβέλεια δράσης3) (the amount between certain limits: I'm hoping for a salary within the range $30,000 to $34,000; the range of a person's voice between his highest and lowest notes.) γκάμα, κλίμακα, εύρος4) (a row or series: a mountain range.) σειρά5) (in the United States, land, usually without fences, on which cattle etc can graze.) ανοιχτό βοσκοτόπι6) (a place where a person can practise shooting etc; a rifle-range.) πεδίο βολής, σκοπευτήριο7) (a large kitchen stove with a flat top.) στόφα2. verb1) (to put in a row or rows: The two armies were ranged on opposite sides of the valley.) παρατάσσω2) (to vary between certain limits: Weather conditions here range between bad and dreadful / from bad to dreadful.) κυμαίνομαι, ποικίλλω3) (to go, move, extend etc: His talk ranged over a number of topics.) εκτείνομαι, απλώνομαι•- ranger -
11 выпас
-а α. (διαλκ.)1. βόσκιση, -μα.2. βοσκοτόπι, λειβάδι. -
12 çayır
λιβάδι, βοσκοτόπι
См. также в других словарях:
βοσκοτόπι — το τόπος κατάλληλος για βοσκή, βοσκότοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… … Dictionary of Greek
κορταία — κορταία, ἡ (Α) πάπ. βοσκότοπος, βοσκοτόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορταία (ενν. γη), με απώλεια τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… … Dictionary of Greek
νομόνδε — (Α) επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν τού νομός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] … Dictionary of Greek
τοπιάτικο — το, Ν 1. μίσθωμα για βοσκοτόπι 2. τόπος από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. ιάτικο, ουδ. τής κατάλ. ιάτικος (πρβλ. μην ιάτικο)] … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
βοσκότοπος — ο το βοσκοτόπι: Τα κοπάδια οδηγούνται στους βοσκότοπους από τους βοσκούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβάδι — το ιού, τόπος με χορτάρι όπου βόσκουν τα ζώα, βοσκοτόπι: Η χώρα καλύπτεται από καταπράσινα λιβάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)